- αεροφάρος
- Φάρος με πηγή φωτεινής ακτινοβολίας μεγάλης έντασης. Αποστολή του α. είναι να φωτίζει ισχυρά τον ουράνιο χώρο, ώστε να προειδοποιούνται από μακρινές αποστάσεις οι πιλότοι των αεροπλάνων και να τους παρέχεται έτσι η ευχέρεια να ελέγχουν τη θέση τους και να κάνουν τους κατάλληλους χειρισμούς. Οι α. τοποθετούνταν παλαιότερα στους χώρους προσγείωσης των αεροδρομίων. Τοποθετούνταν επίσης σε χώρους προσθαλάσσωσης, σε χώρους ρίψης εφοδίων και σε απότομες οροσειρές και αποτελούσαν βοηθητικά μέσα για τους αεροναυτιλομένους, όπως ακριβώς και οι φάροι ναυσιπλοΐας για τους ναυτικούς. Οι α. έχουν πλέον αντικατασταθεί, σχεδόν παντού, από τους ραδιοφάρους. Σε αυτούς, αντί της φωτεινής ακτινοβολίας, εκπέμπονται ραδιοκύματα που μεταδίδουν το στίγμα, το ύψος και άλλα στοιχεία χρήσιμα στους πιλότους των αεροσκαφών.
Dictionary of Greek. 2013.